Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"


Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όποτε διαβάζω την εξαιρετική «Πάροδο» από το αφιερωμένο στη Σμύρνη μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Είναι οι στιγμές που η πόλη καίγεται, καταστρέφεται, και ο Γιακουμής χάνει ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Το περιβόλι του, με την πλούσια βλάστηση και το φτωχικό σπιτάκι, και την Κατερίνα του, «πέντε μηνώ βαρεμένη» μαζί με τον γιο που κυοφορεί. Η μεγάλη πένα του συγγραφέα, βουτάει εδώ στο μελάνι της λύπης και της φρίκης που ο ίδιος έζησε στη φλεγόμενη πόλη, πριν αναγκαστεί να την εγκαταλείψει με εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους. Με άφατη θλίψη, αλλά και με απίστευτη τρυφερότητα.
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Όπως αναφέρει η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, «Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί σε πόλη ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ (η Σμύρνη είναι πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).

Πράγματι, γεννήθηκε στην Αθήνα. Δυο μόλις χρόνια μετά, όμως, η οικογένειά του εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Την οποία, αν και σκιαγραφεί, δεν κατανομάζει πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο. Ισως επειδή όπως λέει ο ίδιος στον Γ. Π. Σαββίδη, στην έκδοση του «Υψιλον», «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.» Εκείνος τον ρωτά: Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες; Και ο Πολίτης απαντά: «Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω “εχθρική” – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.» (το μυθιστόρημα, που είχε τιμηθεί με α’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 1962, έτος κυκλοφορίας του, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Πλήρης τίτλος, «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»).
Σε αυτό, λοιπόν, το τελευταίο του ουσιαστικά μυθιστόρημα, ο Κοσμάς Πολίτης μας ξαναζωντανεύει τη Σμύρνη του 1902. Μας ξαναφέρνει στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός - όπως τον χαρακτηρίζει ο Απ. Σαχίνης - σαν πραγματικός τη χαμένη ελληνική πολιτεία. Παίρνοντας ως βάση μια φτωχική συνοικία της, του Χατζηφράγκου, ζωντανεύει με άφταστο τρόπο, τα ήθη, τις συνήθειες, τις ομορφιές και τις γραφικότητες της πόλης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους απλούς εργατικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Η λεγόμενη "ανώτερη" κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία - γράφει ο Απ. Σαχίνης - πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής∙ έμμεσα και ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί "Στου Χατζηφράγκου", χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές: η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο.»

Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική αναφορά στις ώρες του ζόφου, ας εξηγήσουμε τι εννοεί η Νόρα Αναγνωστάκη όταν γράφει για τον Κοσμά Πολίτη ότι ήταν ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, μέσα από μικρό, αλλά δηλωτικό απόσπασμα: «Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»

Χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για να γράψεις για την καταστροφή, την οποία τόσοι και τόσοι περιέγραψαν. Είναι σαφές πως τις είχε. Ετσι, η πόλη , που βουλιάζει και χάνεται σιγά- σιγά, στοιχειώνει το μυαλό μας. Η τραγωδία κορυφώνεται με την προσωπική τραγωδία του Γιακουμή. Και ωστόσο, ο συγγραφέας είναι σαν να ζητά Σιωπή να βουτηχτούν τα αποκαϊδια της Σμύρνης και των ζωών τους και ηρεμία, για να αναπαυθούν μέσα της οι νεκροί.
Οι τελευταίες μέρες, πριν φτάσει ο μπαξεβάνης ο Γιακουμής στην καμπάνα και το ράσο που φτερούγιζαν στον ουρανό, ξεκινούν από ένα παράδοξα ήσυχο μεσοδιάστημα μιας- δυο ημερών πριν από την καταστροφή: «Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.

Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.»

Στην προκυμαία πρόσφυγες που είχαν κατέβει να γλυτώσουν τη ζωή τους. Πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πόλη, ή πως τα τους έπαιρναν παραπλέοντα καράβια. Οι Ελληνες υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας διαβεβαιώνουν πως θα ξανάρθουν. Αγοράζει ψωμί και γυρνά.

«Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι. - Όξω ησυχία, της λέω. Γύρισε και με κοίταξε. - Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά. - Tι πράμα; - Nα, που ξουρίστηκες. Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω: - Σκοτώσανε το δεσπότη. - Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.» Με δυο φράσεις μονάχα, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης περνά από τα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί η θλίψη αλλά και ο φόβος. Που σταδιακά θα μετατραπεί σε τρόμο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε λίγο, θα έρθει η φωτιά και όλα θα γίνουν χειρότερα.
«Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες. Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες. Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά. Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους. - Bρε παιδιά, πού πάτε; Δείξανε μπροστά. - Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε. Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι. - Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά; Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο. Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.»

Εφυγαν, κι έμειναν μόνοι με την Κατερίνα, «βαρεμένη (έγκυο) πέντε μηνώ». Εκείνη έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και κάθεται σε μια καρέκλα. « Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.

H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.»

Πείτε μου, κι εσείς δεν κλαίτε;

Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο, για τον Γιώργο Σεφέρη, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: