Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Κύριε βόηθα να θυμόμαστε"


Φεβρουάριος 1943. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη βαριά σκλαβιά της γερμανικής κατοχής. Κι όμως. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, μετατρέπεται σε μια μεγάλη αντιφασιστική εκδήλωση. Μπροστά στους κατάπληκτους κατακτητές, χιλιάδες κόσμου συνοδεύει τον ποιητή στο Α’ νεκροταφείο, τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.

20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης «αναχωρεί». Λίγα χρόνια πριν, το 1963, όλη η Ελλάδα σπαρτάρησε από συγκίνηση, όταν έμαθε ότι πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι ας μην ήξεραν, οι περισσότεροι, τι είναι το Νόμπελ. Η κηδεία του, στις 22 του μηνός, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας έγινε στις 28 Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες της οικογένειας, θα βγάζουν από την εκκλησία νεαρούς που είχαν μπει να προσκυνήσουν στο φέρετρο, στηριζόμενες, δήθεν, στα μπράτσα τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι η αστυνομία κάνει έξω έλεγχο ταυτοτήτων. Θα μπαίνουν για να ξαναβγάλουν και άλλους.

Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του Αρνηση («Στο περιγιάλι το κρυφό») και μαζί το γνωστό κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ένα τραγούδι που είχε φορτιστεί με αντιχουντικό νόημα. Το ίδιο έλεγαν και οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου, δύο χρόνια μετά, προεξάρχοντος του Νίκου Ξυλούρη.

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στην ουσία, είναι μια μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος, από τις ελαχιστότατες που υπήρξαν.

Το δημοσίευμα του "Βήματος" από την κηδεία, εδώ

Ο Σεφέρης, αστός, συντηρητικός, υπήρξε ωστόσο πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Κάτι περισσότερο: προφήτης του Κακού που έρχεται και που δεν εξολοθρεύεται, παρά μονάχα αν έχεις διδαχτεί από το παρελθόν σου, αν έχεις μνήμη.

«Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,

σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ

σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ

ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-

ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη

τοῦ Θανάτου

ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,

νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα

τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-

κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν

ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:

«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε

πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-

τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,

τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-

Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».

Οσο δεν τα ξεριζώνουμε, το Κακό σηκώνει κεφάλι- και δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να θεριέψει. Τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να το νικήσεις. Ο ποιητής προειδοποιεί σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ποιήματά του:

«Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,

κι ο άρρωστος νους που αδειάζει

δε χρειάζεται μακρύ καιρό

για να γεμίσει με την τρέλα,

νῆσος τις ἔστι...»

Αλλά ακόμα και για την αδιαφορία προς τον διπλανό, προς την κοινωνία, προς την αλήθεια εντέλει, ο Σεφέρης έχει μιλήσει με τον αυστηρό τρόπο του. Αυτόν, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Που σε θέτει προ των ευθυνών σου. Ακόμη και χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς να κατηγορεί. «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε», καταλήγει. Τραγικά αντίστοιχη η κατάσταση με το Σήμερα:

«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιος καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει.

Και ποιος ξεκοίλιασε

τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

Ποιος έφυγε

χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

Κατάργησαν τα μάτια τους• τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.»

1 σχόλιο:

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Ναι, να κρατάμε τα μάτια μας.
Μήπως και κρατήσουμε, μήπως και θυμηθούμε κάποτε πώς χτίζαμε..